-
1 ναστός
A close-pressed, firm, Hp.Gland.16; κάλαμος, i. e. archer's reed, Arundo Plinii, Dsc.1.85; of a tumour, Aët.15.8;σφυγμός Archig.
ap. Gal.8.931: [comp] Comp., Id.ib.509.3 ναστός (sc. πλακοῦς), ὁ, well-kneaded cake, esp. used in sacrifice, cheese-cake, Pherecr.108.5, Ar.Av. 567, Pl. 1142, Metag.6.3.II c. gen., filled full of,πόλις ναστὴ ἀνδρῶν J.BJ6.9.4
.
См. также в других словарях:
ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν … Dictionary of Greek